- μοσχεύω
- (I)(Α μοσχεύω) [μόσχος (Ι)]αποσπώ μοσχεύματα από δέντρα και τα φυτεύω σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτάαρχ.1. ανατρέφω κάποιον σαν να είναι μόσχος, δηλαδή με πολλή αγάπη και φροντίδα2. μτφ. τρέφω, ανατρέφω, διατηρώ.————————(II)(Μ μοσχεύω και μοσκεύω) [μόσχος (II)](μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).
Dictionary of Greek. 2013.